τριφόρα

τριφόρα
η, Ν
(παλαιοντ.) απολιθωμένο γένος γαστερόποδων μαλακίων, το οποίο ανακαλύφθηκε σε θαλάσσια ιζήματα τού μειόκαινου στη Βόρεια Αμερική.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”